- λαμπράς
- λαμπρά̱ς , λαμπρόςbrightfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαμπρᾶς — λαμπρός bright fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενησθημένος — ἐνησθημένος, η, ον (Μ) ντυμένος, περιβεβλημένος («ἐνησθημένοι στολάς λαμπράς,» Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *εν έσθω < εν + εσθώ ( έω) «ενδύω», το οποίο απαντά στη μτχ. τού μέσου παρακμ. εσθημένος ή ησθημένος] … Dictionary of Greek
επιπνέω — ἐπιπνέω (AM) [πνέω] 1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.) μσν. αναπνέω αρχ. 1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ. β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ λαοδάμας… … Dictionary of Greek
λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος … Dictionary of Greek
Παλλάδιος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν ασκητής στη Συρία. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Ιανουαρίου. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πούβλιος Ρουτίλιος Ταύρος Αιμιλιανός (4ος αι. π.X.). Συγγραφέας. Έγραψε μία λατινική πραγματεία Περί των… … Dictionary of Greek
ВЕЛИКАЯ СУББОТА — [Церковнослав. ; греч. Τὸ ̀λδβλθυοτεΑγιον καὶ Μέγα Σάββατον; лат. Sabbatum Sanctum], суббота накануне Пасхи, когда Церковь вспоминает телесное погребение и сошествие Христа во ад, начиная праздновать Его тридневное Воскресение. События В. с. Вера … Православная энциклопедия
ЕЛИСЕЙ — [евр. , греч. Ελισαιε, ᾿Ελισαῖος, ᾿Ελισσαῖος], ветхозаветный прор. IX в. до Р. Х. (пам. 14 июня и в Соборе Синайских преподобных). Был учеником и преемником прор. Илии. Имя Елисей переводится как «Бог спасение» или «Бог спасает». Сведения о жизни … Православная энциклопедия